πυλοκλείστης

πυλοκλείστης
ὁ, Α
1. αυτός που κλείνει τις πύλες
2. αυτός που φρουρεί τις πύλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύλη + συνδ. φων. -ο- + -κλείστης (< κλείω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”